- ευθιξία
- ητο να είναι κανείς εύθικτος, αλλ. ευαισθησία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εὐθιξία — εὐθιξίᾱ , εὐθιξία cleverness fem nom/voc/acc dual εὐθιξίᾱ , εὐθιξία cleverness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθιξίᾳ — εὐθιξίᾱͅ , εὐθιξία cleverness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθιξία — η (Α εὐθιξία) [εύθικτος] νεοελλ. η ιδιότητα τού ευθίκτου, το να θίγεται κάποιος εύκολα αρχ. η ευφυΐα, η επιτηδειότητα … Dictionary of Greek
εὐθιξίας — εὐθιξίᾱς , εὐθιξία cleverness fem acc pl εὐθιξίᾱς , εὐθιξία cleverness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθιξίαις — εὐθιξία cleverness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροφιλότιμος — η, ο (Α μικροφιλότιμος, ον) αυτός που αγαπά και επιδιώκει ασήμαντες διακρίσεις, που είναι κενόδοξος, ματαιόδοξος ή ξυπασμένος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μικροφιλότιμο το να θίγεται το φιλότιμο κάποιου με ασήμαντες αφορμές, η ευθιξία για πράγματα… … Dictionary of Greek
οξυθυμία — η (Α ὀξυθυμία) [οξύθυμος] η ιδιότητα τού οξύθυμου, αψιθυμία, ευερεθιστότητα, ευθιξία αρχ. 1. αιφνίδιος, οξύς θυμός 2. ζωηρότητα ή αστάθεια θυμού 3. ερεθισμός … Dictionary of Greek
οξύθυμος — η, ο (Α ὀξύθυμος, ον) αυτός που οργίζεται εύκολα, ευερέθιστος, αψίθυμος αρχ. 1. (ως προσωνυμία τού Αρείου Πάγου) γρήγορος και αυστηρός τιμωρός 2. το ουδ. ως ουσ. τo ὀξυθυμον α) η ιδιότητα τού οξύθυμου, οξυθυμία, ευθιξία β) είδος τού φυτού θύμος.… … Dictionary of Greek
υπερευαισθησία — η, Ν 1. υπερβολική ευαισθησία 2. υπερβολική ευθιξία 3. ιατρ. ανοσιακή αντίδραση στη δεύτερη επαφή με ένα αντιγόνο, η οποία χαρακτηρίζεται από υπέρμετρη απόκριση τών μηχανισμών τής χυμικής ή τής κυτταρικής ανοσίας 4. (φυτοπαθολ.) αυξημένη… … Dictionary of Greek
φιλοτιμία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φιλοτιμίη Α [φιλότιμος] μεγαλοψυχία, γενναιοδωρία, απλοχεριά νεοελλ. 1. έντονη συναίσθηση τής προσωπικής τιμής και αξιοπρέπειας, ευθιξία, φιλότιμο («τού έθιξε την φιλοτιμία του») 2. προθυμία στην εκτέλεση εντολής ή καθήκοντος… … Dictionary of Greek